κοντακωτός

κοντακωτός
-ή, -ό
1. εφοδιασμένος με κοντάκι
2. το ουδ. ως ουσ. το κοντακωτό(ν)
ναυτ. παλαιότερος τύπος πυροβόλου στο οποίο η σκόπευση γινόταν με τη βοήθεια κοντακίου που ήταν προσαρμοσμένο σ' αυτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοντάκι. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον ναυτικόν].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”